-
1 γέμω
b = κύειν, Hsch.2 c. gen. rei, to be full of,πλοῖα γέμοντα χρημάτων Th.7.25
;λιμὴν ἔγεμεν πλοίων Pl.Criti. 117e
;κώμας πολλῶν καὶ ἀγαθῶν γεμούσας X.An.4.6.27
; of animals, to be laden.ὄνοι γέμοντες οἴνου καὶ βρωμάτων Posidon.5
: metaph.,κόμπος τῆς ἀληθείας γ. A.Ag. 613
, cf. S.OT4;γέμω κακῶν δή E.HF 1245
;γ. θρασύτητος Pl.Lg. 649d
; ;πικρίας Phld. Ir.p.56
W.: c. dat., to be filled with, ἰτρίοισι, πέμμασι, Archipp.9, Antiph.174.2;γῆν πυρὸς γέμουσαν ῥεύμασιν Carc.5
;γ. ἐξ ἁρπαγῆς Ev.Matt.23.25
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский